στωικά

στωικά
στωικός
of a colonnade
neut nom/voc/acc pl
στωικά̱ , στωικός
of a colonnade
fem nom/voc/acc dual
στωικά̱ , στωικός
of a colonnade
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στωικάς — στωικά̱ς , στωικός of a colonnade fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… …   Dictionary of Greek

  • στωικός — ή, ό / στωικός, ή, όν, ΝΜΑ [στοά / στωϊά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική αντίληψη τού Ζήνωνος τού Κιτιέως, την οποία δίδαξε για πρώτη φορά ο ίδιος στην Ποικίλη Στοά τής Αθήνας 2. το αρσ. ως ουσ. α) οπαδός τού στωικισμού β) στον… …   Dictionary of Greek

  • Αλβίνος — (2ος αι. μ.Χ.). Λατίνος λόγιος, υπομνηματιστής του Πλάτωνα. Ήταν μαθητής του Γάιου και δάσκαλος του Γαληνού. Στα έργα του ασχολείται με τους διαλόγους του Πλάτωνα, υποστηρίζοντας ότι η σειρά με την οποία θα πρέπει να διαβαστούν πρέπει να… …   Dictionary of Greek

  • Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ερμής ο Τρισμέγιστος — Μυθολογικό πρόσωπο. Υποτιθέμενος συγγραφέας μιας σειράς κειμένων της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου (2oς 3oς αι. μ.Χ.). Την καταγωγή του πρέπει να την αναζητήσουμε στον χαρακτηριστικό γι’ αυτή την εποχή φιλοσοφικό συγκρητισμό, που γέννησε και τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιεροκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ρήτορας και σοφιστής (1ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τα Αλάβανδα της Καρίας. Δίδαξε τη ρητορική μαζί με τον αδελφό του, Μενεκλή. Στη ρητορική τους σχολή σπούδασαν ο Κικέρων και ο Μάρκος Αντώνιος. 2. Στωικός φιλόσοφος… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • παιδαγωγική — Μελέτη του προβλήματος της εκπαίδευσης και επιστήμη της αγωγής. Από εμπειρική και στοιχειώδη σκέψη, κλεισμένη στις διαστάσεις της φυσικής εκπαίδευσης και οπωσδήποτε συνδεδεμένη με την έννοια και με την πράξη της διδασκαλίας ως τέχνης, η π.… …   Dictionary of Greek

  • Τεσσαράκοντα μάρτυρες — Μάρτυρες του χριστιανισμού. Η Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη τους στις 9 Μαρτίου και η Δυτ. Oρθόδοξη Eκκλησία την επομένη. Το 320, ο ηγεμόνας Αγρικόλας, εκτελώντας διαταγή του αυτοκράτορα Λικίννιου, ζήτησε από τους στρατιώτες του να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”